κούκκος

κούκκος
ο
1) кукушка; 2) перен. дурак, болван; 3) см. κούκος;

§ τρείς κι' ο κούκκος ирон. — полтора человека;

μένω κούκκος — остаться в одиночестве или одиноким;

κοστίζει ο κούκκος αηδόνι — обходиться очень дорого;

τον εχουνε στού κούκκου το σημάδί — они на него косо поглядывают;

ένας κούκκος δεν φέρνει την ανοιξη — погов, одна ласточка не делает весны


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κούκκος" в других словарях:

  • κοῦκκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 35 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές των ορέων Νότιας Πίνδου Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • κούκος — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • cuc — CUC, cuci, s.m. 1. Pasăre călătoare cu pene cenuşii, cu coada lungă cu pete albe, care îşi depune ouăle în cuiburi străine pentru a fi clocite de alte păsări şi care este cunoscută prin sunetele caracteristice pe care le scoate (Cuculus canorus) …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»